Silvia Ziche
Σίλβια Τζίκε (Τιένε, Ιταλία, Ιούλιος 1967)
Η Σίλβια Τζίκε ξεκίνησε να ζωγραφίζει από πολύ μικρή τα ζωάκια της φάρμας όπου μεγάλωσε, στην ιταλική επαρχία. Δεν χρειάστηκε ποτέ να αλλάξει επάγγελμα, αφού σύντομα βρέθηκε να σχεδιάζει τα ανθρωπόμορφα ζώα της Disney επ’ αμοιβή, όντας σήμερα μία από τις κορυφαίες σχεδιάστριες κόμικς στην Ιταλία.
Υπό την καθοδήγηση του Τζόρτζιο Καβατσάνο και υπό την επίβλεψη του Τζιόβαν Μπατίστα Κάρπι στην Ακαδημία Ντίσνεϋ στο Μιλάνο, η Σίλβια Τζίκε έκανε το ντεμπούτο της πριν ακόμα κλείσει τα είκοσι χρόνια, το 1989 στο θρυλικό περιοδικό Linus. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά Cuore, Smemoranda, Comix – για το τελευταίο θα δημιουργήσει την πρώτη προσωπική ηρωίδα της, την Alice, το πρώτο βιβλίο της οποίας κυκλοφορεί το 1993 με τίτλο Alice a quell paese (Rizzoli Lizard) και της χαρίζει το πρώτο βραβείο της καριέρας της. Το ίδιο διάστημα θα ξεκινήσει και η συνεργασία της με το εβδομαδιαίο περιοδικό κόμικς με ιστορίες Disney στην Ιταλία, το Topolino, με την ιστορία Il pallino del Pallone από την σειρά Το ημερολόγιο της Νταίζυ, σε σενάριο Κάρλο Πανάρο.
Πειραματιζόμενη διαρκώς καλλιτεχνικά, δημιουργεί με τον Τίτο Φαράτσι το ¡Infierno! (Phoenix – στα ελληνικά από τις εκδόσεις μας) το 1999, ενώ με τον Βιτσέντζο Τσεράμι φιλοτεχνούν τα εμπνευσμένα από την ελληνική μυθολογία κόμικς Olimpo S.p.A. και Olimpo S.p.A. – Caccia Grossa (Einaudi) στις αρχές του 2000. Αργότερα θα γεννηθεί η Lucrezia στις σελίδες του περιοδικού Donna Moderna, στην οποία η Σίλβια βρίσκει το καλλιτεχνικό άλτερ έγκο της, γράφοντας πάνω της ιστορίες που εμπνέονται από την καθημερινότητα και τις ανθρώπινες σχέσεις, έχοντας κυκλοφορήσει περισσότερα από δεκαπέντε βιβλία τα τελευταία είκοσι χρόνια. Ακόμη, έχει σχεδιάσει ιστορίες του Ντιαμπολίκ (στα ελληνικά από την Jemma Press), και άλλες είτε με τον Τίτο Φαράτσι όπως το Quei Due (Sergio Bonelli Editore) είτε εντελώς προσωπικές όπως το La Gabbia (Feltrinelli).
Στην Ελλάδα την γνωρίσαμε κυρίως μέσα από τις ξεκαρδιστικές ιστορίες της με τους ήρωες του Ντίσνεϋ, οι οποίοι στα χέρια της λύνονται με έναν αφοπλιστικό τρόπο, αποκαλύπτοντας χωρίς την παραμικρή αναστολή την ανεξάντλητη κωμική τους φλέβα. Οι μεγάλες ιστορίες σε συνέχειες που δημοσιεύτηκαν συγκεντρωτικά στο πλαίσιο της σειράς Τα Μεγάλα Σήριαλ, όπως Το Παπιομυστήριο, Φθόνος & Απληστία, Ο Μεγάλος Σπλας και Η Ληστεία του Αιώνα, συνάντησαν μεγάλη επιτυχία λόγω του εξωφρενικού χιούμορ της δημιουργού τους, το οποίο αναδεικνύεται ακόμα περισσότερο χάρη στο εύπλαστο σχεδιαστικό ύφος της όπου κυριαρχούν οι έντονες εκφράσεις.
Το ίδιο συμβαίνει και όταν επιλέγει να τοποθετήσει σε πρωταγωνιστικό ρόλο την Νταίζυ, τη Μίννι, τη δεσποινίδα Ευταξία ή την αρραβωνιαστικιά του Μαύρου Πητ, την Τρούντυ: «Οι θηλυκοί χαρακτήρες του Disney γεννήθηκαν ως δευτερεύοντες, κι εγώ, όπως πολλοί, τους χρησιμοποιούσα με τον ίδιο τρόπο, δίνοντάς τους ίσως έναν πιο κωμικό χαρακτήρα απ’ ό,τι συνήθως. Παρατήρησα όμως ότι είχαν μείνει εγκλωβισμένοι στα στερεότυπα της δεκαετίας του ’50, δεν είχαν εξελιχθεί σχεδόν καθόλου. Προσπάθησα να τους δώσω μια ώθηση προκειμένου να γίνουν πιο διασκεδαστικοί και ενδιαφέροντες χαρακτήρες. Σκέφτηκα ότι θα μπορούσα ακόμα να τους χρησιμοποιήσω και με άλλους τρόπους», δηλώνει σε συνέντευξή της στην Εφημερίδα των Συντακτών (24/01/2016).
Η σταδιακή επιλογή της Σίλβια να απευθυνθεί στο κοινό από μία γυναικεία οπτική της δίνει τη δυνατότητα να ταυτίζεται περισσότερο με τους χαρακτήρες, εξηγεί: «Στην αρχή δεν το καταλάβαινα, αλλά στην πορεία είδα ότι πολλοί άνθρωποι ταυτίστηκαν με την ανθρώπινη υπόσταση της Lucrezia, κυρίως γυναίκες, αλλά όχι μόνο. Φυσικά, η Lucrezia είναι μία θηλυκή χαρακτήρας. Είναι λογικό, αφού είμαι γυναίκα, είναι πιο εύκολο, πιο φυσικό να παρουσιάζω τα πράγματα από αυτήν την οπτική γωνία. Πολλές γυναίκες ταυτίστηκαν, αλλά με έχουν πλησιάσει και άντρες που λένε: ‘Α, η γυναίκα μου είναι ίδια!’». Έχοντας ωριμάσει καλλιτεχνικά, η Τζίκε στα πιο πρόσφατα έργα της επιχειρεί να θίξει με το μοναδικό ύφος της διαχρονικά ζητήματα όπως η θέση της γυναίκας ανά τους αιώνες (…e noi dove eravamo?, Feltrinelli) και η σχέση με την μητέρα της (La Gabbia, Feltrinelli), αξιοποιώντας το χιούμορ της για να οξύνει τον συναισθηματικό αντίκτυπο της πυκνής αφήγησής της στο αναγνωστικό κοινό.